Από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος εκδόθηκε το ακόλουθο Δελτίο Τύπου:
Το προτεινόμενο άρθρο 30 του σχεδίου νόμου «Ρυθμίσεις για Ιατρούς Εργασίας και Σύμβουλους Ασφάλειας της Εργασίας» που μέσω του Τύπου πληροφορηθήκαμε και όχι από την Υπεύθυνη Αρχή ως όφειλε να ενημερώσει και ζητήσει την άποψη του αρμόδιου επιστημονικού φορέα των Ειδικών Ιατρών Εργασίας οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας υγείας και ασφάλειας στην εργασία στους εργαζόμενους της χώρας, οδηγεί σε σίγουρη υποβάθμιση των υπηρεσιών αυτών προς τους εργαζόμενους και την πλήρη απαξίωση αν όχι κατάργηση μιας Ιατρικής Ειδικότητας.
Επιπλέον περιέχει ασάφειες, αλληλοεπικαλύψεις, αυτοαναιρέσεις, αλλά και παραβιάσεις της ιατρικής δεοντολογίας, του ισχύοντος Νομοθετικού πλαισίου και των Ευρωπαϊκών Οδηγιών.
Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 30 «αυτοαναιρούνται» γιατί σύμφωνα με την προγενέστερη παρ. 1 του άρθρου 30, μόνο οι Ειδικοί Γιατροί εργασίας μπορούν να «ασκούν τα καθήκοντά τους σε όλη την ελληνική επικράτεια, χωρίς προηγούμενη άδεια των κατά τόπους Ιατρικών Συλλόγων».
Η παρ. 2 του άρθρου 30 αντίκειται στην επιστημονική πρακτική και παραβιάζει την Ελληνική και Ευρωπαϊκή Νομοθεσία «περί Ιατρικών Ειδικοτήτων», γιατί απλά εξισώνει - ως προς την άσκηση καθηκόντων μιας Ιατρικής Ειδικότητας - τους Ειδικευμένους στη συγκεκριμένη ειδικότητα με τους αυτοδίδακτους ανειδίκευτους στην ειδικότητα αυτήν.
Από την παρ. 2 απουσιάζει ο κατάλογος των ειδικών γιατρών εργασίας και έτσι στο μοναδικό κατάλογο που θα υπάρχει θα περιλαμβάνονται διάφοροι άλλοι - πιθανώς καταξιωμένοι στις ειδικότητές τους - γιατροί, αλλά σαφώς άσχετοι με το αντικείμενο της ιατρικής της εργασίας και εντελώς ανεκπαίδευτοι.
Είναι απόλυτα σαφές ότι πρόκειται για υπαναχώρηση του Υπουργείου Εργασίας (με τις δηλώσεις του Ειδικού Γραμματέα του ΣΕΠΕ στις 11.07.2010) για δυο ξεχωριστούς καταλόγους γιατρών που δύνανται να ασκούν καθήκοντα γιατρού εργασίας, δηλαδή έναν που περιλαμβάνει τους Ειδικούς Ιατρούς Εργασίας και έναν με όσους μπορούν να ασκήσουν καθήκοντα γιατρού εργασίας σε περίπτωση που δεν υπάρχουν ειδικοί. Πρόκειται για υπαναχώρηση από τη σαφή του δήλωση πως στην παροχή υπηρεσιών Ιατρικής της Εργασίας πρέπει να προηγούνται φυσικά οι Ειδικοί Ιατροί εργασίας έναντι των συναδέλφων άλλων ειδικοτήτων. Το ζήτημα αυτό έχει επιστημονική διάσταση που εστιάζει στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους εργαζόμενους και όχι συντεχνιακή χροιά.
Η παρ. 6 είναι προσβλητική για την επιστημονική αξιοπρέπεια του Ειδικού Ιατρού Εργασίας (αλλά και του Τεχνικού Ασφαλείας). Υπάρχει σαφής νομοθεσία, όταν και όπου δεν τηρείται το ωράριο εργασίας του ιατρού εργασίας είτε του τεχνικού ασφαλείας, οι επιθεωρητές είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν αυστηρά τις προβλεπόμενες κυρώσεις, όπως ίσχυαν εδώ και μία δεκαετία και πρόσφατα εξαγγέλθηκε νεώτερη διαδικασία τήρησής τους.
Τέλος, η καθημερινή καταχώρηση στοιχείων στο ειδικό βιβλίο υποδείξεων και η καθημερινή συνυπογραφή του εργοδότη ότι έλαβε γνώση, μόνο ως γραφειοκρατική διαδικασία μπορεί να εκληφθεί και αφορά όσους ασκούν τα καθήκοντα ιατρικής της εργασίας με τουριστική προσέγγιση. Το βιβλίο υποδείξεων είναι ένα «πολιτειακό έγγραφο» και ότι γράφεται σε αυτό έχει ως στόχο την προαγωγή της υγείας των εργαζομένων. Δεν είναι ένα καθημερινό απουσιολόγιο του γιατρού εργασίας και του τεχνικού ασφαλείας (και του εργοδότη βεβαίως), ενώ ακυρώνει την ευελιξία της επικοινωνίας μέσω των προφορικών υποδείξεων που προβλέπονται και νομοθετικά.
Για όλα τα παραπάνω το άμεσο αίτημα των Ειδικών Ιατρών Εργασίας είναι η απόσυρση του άρθρου 30 και η αντικατάστασή του με τις προτάσεις που έχουν κατ’ επανάληψη κατατεθεί στους αρμόδιους φορείς από την ΕΕΙΕΠ.
Αθήνα, 04.02.2011
Γιά το Διοικητικό Συμβούλιο
της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος
Ο Πρόεδρος
Θ.Κ. Κωνσταντινίδης
Ειδικός Ιατρός Εργασίας
Αν. Καθηγητής Ιατρικής Σχολής ΔΠΘ
Ο Γενικός Γραμματέας
Β. Δρακόπουλος
Ειδικός Ιατρός Εργασίας
Ελληνικό Ινστιτούτο
Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας
Το προτεινόμενο άρθρο 30 του σχεδίου νόμου «Ρυθμίσεις για Ιατρούς Εργασίας και Σύμβουλους Ασφάλειας της Εργασίας» που μέσω του Τύπου πληροφορηθήκαμε και όχι από την Υπεύθυνη Αρχή ως όφειλε να ενημερώσει και ζητήσει την άποψη του αρμόδιου επιστημονικού φορέα των Ειδικών Ιατρών Εργασίας οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας υγείας και ασφάλειας στην εργασία στους εργαζόμενους της χώρας, οδηγεί σε σίγουρη υποβάθμιση των υπηρεσιών αυτών προς τους εργαζόμενους και την πλήρη απαξίωση αν όχι κατάργηση μιας Ιατρικής Ειδικότητας.
Επιπλέον περιέχει ασάφειες, αλληλοεπικαλύψεις, αυτοαναιρέσεις, αλλά και παραβιάσεις της ιατρικής δεοντολογίας, του ισχύοντος Νομοθετικού πλαισίου και των Ευρωπαϊκών Οδηγιών.
Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 30 «αυτοαναιρούνται» γιατί σύμφωνα με την προγενέστερη παρ. 1 του άρθρου 30, μόνο οι Ειδικοί Γιατροί εργασίας μπορούν να «ασκούν τα καθήκοντά τους σε όλη την ελληνική επικράτεια, χωρίς προηγούμενη άδεια των κατά τόπους Ιατρικών Συλλόγων».
Η παρ. 2 του άρθρου 30 αντίκειται στην επιστημονική πρακτική και παραβιάζει την Ελληνική και Ευρωπαϊκή Νομοθεσία «περί Ιατρικών Ειδικοτήτων», γιατί απλά εξισώνει - ως προς την άσκηση καθηκόντων μιας Ιατρικής Ειδικότητας - τους Ειδικευμένους στη συγκεκριμένη ειδικότητα με τους αυτοδίδακτους ανειδίκευτους στην ειδικότητα αυτήν.
Από την παρ. 2 απουσιάζει ο κατάλογος των ειδικών γιατρών εργασίας και έτσι στο μοναδικό κατάλογο που θα υπάρχει θα περιλαμβάνονται διάφοροι άλλοι - πιθανώς καταξιωμένοι στις ειδικότητές τους - γιατροί, αλλά σαφώς άσχετοι με το αντικείμενο της ιατρικής της εργασίας και εντελώς ανεκπαίδευτοι.
Είναι απόλυτα σαφές ότι πρόκειται για υπαναχώρηση του Υπουργείου Εργασίας (με τις δηλώσεις του Ειδικού Γραμματέα του ΣΕΠΕ στις 11.07.2010) για δυο ξεχωριστούς καταλόγους γιατρών που δύνανται να ασκούν καθήκοντα γιατρού εργασίας, δηλαδή έναν που περιλαμβάνει τους Ειδικούς Ιατρούς Εργασίας και έναν με όσους μπορούν να ασκήσουν καθήκοντα γιατρού εργασίας σε περίπτωση που δεν υπάρχουν ειδικοί. Πρόκειται για υπαναχώρηση από τη σαφή του δήλωση πως στην παροχή υπηρεσιών Ιατρικής της Εργασίας πρέπει να προηγούνται φυσικά οι Ειδικοί Ιατροί εργασίας έναντι των συναδέλφων άλλων ειδικοτήτων. Το ζήτημα αυτό έχει επιστημονική διάσταση που εστιάζει στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους εργαζόμενους και όχι συντεχνιακή χροιά.
Η παρ. 6 είναι προσβλητική για την επιστημονική αξιοπρέπεια του Ειδικού Ιατρού Εργασίας (αλλά και του Τεχνικού Ασφαλείας). Υπάρχει σαφής νομοθεσία, όταν και όπου δεν τηρείται το ωράριο εργασίας του ιατρού εργασίας είτε του τεχνικού ασφαλείας, οι επιθεωρητές είναι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν αυστηρά τις προβλεπόμενες κυρώσεις, όπως ίσχυαν εδώ και μία δεκαετία και πρόσφατα εξαγγέλθηκε νεώτερη διαδικασία τήρησής τους.
Τέλος, η καθημερινή καταχώρηση στοιχείων στο ειδικό βιβλίο υποδείξεων και η καθημερινή συνυπογραφή του εργοδότη ότι έλαβε γνώση, μόνο ως γραφειοκρατική διαδικασία μπορεί να εκληφθεί και αφορά όσους ασκούν τα καθήκοντα ιατρικής της εργασίας με τουριστική προσέγγιση. Το βιβλίο υποδείξεων είναι ένα «πολιτειακό έγγραφο» και ότι γράφεται σε αυτό έχει ως στόχο την προαγωγή της υγείας των εργαζομένων. Δεν είναι ένα καθημερινό απουσιολόγιο του γιατρού εργασίας και του τεχνικού ασφαλείας (και του εργοδότη βεβαίως), ενώ ακυρώνει την ευελιξία της επικοινωνίας μέσω των προφορικών υποδείξεων που προβλέπονται και νομοθετικά.
Για όλα τα παραπάνω το άμεσο αίτημα των Ειδικών Ιατρών Εργασίας είναι η απόσυρση του άρθρου 30 και η αντικατάστασή του με τις προτάσεις που έχουν κατ’ επανάληψη κατατεθεί στους αρμόδιους φορείς από την ΕΕΙΕΠ.
Αθήνα, 04.02.2011
Γιά το Διοικητικό Συμβούλιο
της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρικής της Εργασίας και Περιβάλλοντος
Ο Πρόεδρος
Θ.Κ. Κωνσταντινίδης
Ειδικός Ιατρός Εργασίας
Αν. Καθηγητής Ιατρικής Σχολής ΔΠΘ
Ο Γενικός Γραμματέας
Β. Δρακόπουλος
Ειδικός Ιατρός Εργασίας
Ελληνικό Ινστιτούτο
Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου